χαρτοσακούλα

χαρτοσακούλα
η, Ν
χάρτινη σακούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + σακούλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρτοσακούλα — η χάρτινη σακούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοσάκκουλον — τὸ, Μ χαρτοσακούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + σάκ(κ)ος + κατάλ. ουλον (πρβλ. υλλιον και λατ. ulla)] …   Dictionary of Greek

  • Σομπρέρο, Εμίλιο — (Sobrero). Ιταλός ζωγράφος, σχεδιαστής και δοκιμιογράφος (Τορίνο 1890 Ρώμη 1964). Έζησε μέσα στην καλλιτεχνική ατμόσφαιρα του Τορίνου, σπουδάζοντας στην Ακαδημία Αλμπερτίνα και δουλεύοντας στον κύκλο των Καζοράτι μαζί με τους οποίους ίδρυσε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”